- δημοκοπία
- ηη ενέργεια του να είναι κανείς δημοκόπος, η δημαγωγία: Υπάρχουν στιγμές που ένας βουλευτής καταφεύγει αναπόφευκτα στη δημοκοπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δημοκοπία — δημοκοπίᾱ , δημοκοπία courting the mob fem nom/voc/acc dual δημοκοπίᾱ , δημοκοπία courting the mob fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίᾳ — δημοκοπίᾱͅ , δημοκοπία courting the mob fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπία — η (Α δημοκοπία) [δημοκόπος] η δημαγωγία νεοελλ. πληθ. δημοκοπίες οι δημαγωγικοί τρόποι ή λόγοι … Dictionary of Greek
δημοκοπίας — δημοκοπίᾱς , δημοκοπία courting the mob fem acc pl δημοκοπίᾱς , δημοκοπία courting the mob fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίαι — δημοκοπίᾱͅ , δημοκοπία courting the mob fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίαν — δημοκοπίᾱν , δημοκοπία courting the mob fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίαις — δημοκοπία courting the mob fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπικός — ή, ό (Α δημοκοπικός, ή, όν) [δημοκόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημοκόπο 2. (για πρόσ.) ο ικανός για δημοκοπία, ο έμπειρος δημαγωγός … Dictionary of Greek
καταδημοκοπώ — καταδημοκοπῶ, έω (Α) υπερισχύω με δημοκοπία … Dictionary of Greek
πολιτοκοπία — ἡ, Α [πολιτοκόπος] δημοκοπία … Dictionary of Greek